αιπυπλανής

αιπυπλανής
αἰπυπλανής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που πλανιέται στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + -πλανής < πλανῶμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰπυπλανής — high roaming masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”